- προείσπραξη
- η, Ν [προεισπράττω]είσπραξη χρηματικού ποσού πριν να γίνει απαιτητό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προεξόφληση — Στις εμπορικές συναλλαγές σημαίνει την έκπτωση ή ελάττωση επί της τιμής που παραχωρείται στον χρεώστη όταν εξοφλεί πριν από τη λήξη ή του χρόνου που καθορίζεται από τις εμπορικές συνθήκες, την οφειλή του και, γενικότερα, κάθε μείωση της τιμής… … Dictionary of Greek